Anonymous

ὑπατικός: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de consul, de consulat, consulaire;<br /><b>2</b> de rang consulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de consul, de consulat, consulaire;<br /><b>2</b> de rang consulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὕπατος]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).
}}
}}