Anonymous

ὑπατικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὕπατος]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὕπατος]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει υπατικό [[αξίωμα]], βαθμό, Λατ. [[consularis]], σε Πλούτ.
}}
}}