3,243,880
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />érable, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[σφενδόνη]]. | |btext=ου (ἡ) :<br />érable, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[σφενδόνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σφένδαμνος]] και σφένδαμος, ο, Ν<br /><b>βοτ.</b> ελληνική [[ονομασία]] ειδών του γένους άκερ και, κατ' [[επέκταση]], ολόκληρου του γένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, αβέβαιης ετυμολ., με [[επίθημα]] -<i>αμνον</i> πιθ. αιγαιακής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δίκτ</i>-<i>αμνον</i>, [[ῥάδαμνος]]). Η λ. [[ωστόσο]] έχει συνδεθεί με το θ. του <i>σφενδ</i>-<i>όνη</i>, λόγω της ελαφράς κίνησης του πλούσιου φυλλώματος του φυτού. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο βυζ. τ. <i>άσφένδαμνος</i> θα μπορούσε να οδηγήσει στην [[υπόθεση]] ότι το όνομα του φυτού σχηματίστηκε από το [[τοπωνύμιο]] <i>Ἄσπενδος</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. του Ησυχίου [[σπένδαμνον]]), όπως και το [[δίκταμνον]] σχηματίστηκε πιθ. από το όνομα του όρους <i>Δίκτη</i>]. | |||
}} | }} |