σφένδαμνος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ἡ, Olympian maple, Montpellier maple, Acer monspessulanum, Thphr. HP3.3.1 (cj.), 3.11.1, Dicaearch.2.2.
Wikipedia EN
Acer monspessulanum, the Montpellier maple, is a species of maple native to the Mediterranean region from Morocco and Portugal in the west, to Turkey, Syria, Lebanon, and Israel in the east, and north to the Jura Mountains in France and the Eifel in Germany.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
érable, arbre.
Étymologie: DELG pê apparenté à σφενδόνη.
German (Pape)
ἡ, Rüster, Ahorn, acer; Theophr. und A.; Schol. Ar. Ach. 181 und Suid.
Russian (Dvoretsky)
σφένδαμνος: ἡ клен (ср. σφενδάμνινος).
Greek (Liddell-Scott)
σφένδαμνος: ἡ, ὄνομα δένδρου, κοινῶς «σφεδάμνι», Λατιν. aecr, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 1, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σφένδαμνος και σφένδαμος, ο, Ν
βοτ. ελληνική ονομασία ειδών του γένους άκερ και, κατ' επέκταση, ολόκληρου του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -αμνον πιθ. αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. δίκτ-αμνον, ῥάδαμνος). Η λ. ωστόσο έχει συνδεθεί με το θ. του σφενδ-όνη, λόγω της ελαφράς κίνησης του πλούσιου φυλλώματος του φυτού. Κατ' άλλη άποψη, ο βυζ. τ. άσφένδαμνος θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι το όνομα του φυτού σχηματίστηκε από το τοπωνύμιο Ἄσπενδος (πρβλ. και τον τ. του Ησυχίου σπένδαμνον), όπως και το δίκταμνον σχηματίστηκε πιθ. από το όνομα του όρους Δίκτη].
Greek Monotonic
σφένδαμνος: ὁ, όνομα δένδρου, σφεντάμνι ή σφένδαμνος, Λατ. acer, σε Θεόφρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: maple, Acer monspessulanum (Thphr., Dicaiarch.).
Other forms: Note σπένδαμνον ξύλον H.
Derivatives: -ινος of maple (Cratin., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like δίκταμνον, ῥάδαμνος a.o.; further unclear. The formally obvious connection with σφενδόνη a. cogn. is diff. argumented: as "the trembling" (Prellwitz, Schrader-Nehring Reallex. 1, 38); after the form of (seed) capsule (Carnoy Ant. class. 27, 318 and REGr. 71, 99). -- Furnée 164 compares σπενδαμνον ξύλον (beside ἄκαστος σφένδαμνος and κάστον ξύλον Η. That the word is Pre-Greek also in Schwyzer 524 and Alessio SE 15, 177. Cf. Suzanne Amigues RPh73, 1999, 102f.
Frisk Etymology German
σφένδαμνος: {sphréndamnos}
Grammar: f.
Meaning: Ahorn, Acer monspessulanum (Thphr., Dikaiarch.),
Derivative: -ινος aus Ahorn (Kratin., Ar.); σπένδαμνον· ξύλον H.
Etymology: Bildung wie δίκταμνον, ῥάδαμνος u.a.; sonst unklar. Die formal naheliegende Anknüpfung an σφενδόνη u. Verw. wird verschieden begründet: als "die zitternde" (Prellwitz, Schrader-Nehring Reallex. 1, 38); nach der Form der Samenkapsel (Carnoy Ant. class. 27, 318 und REGr. 71, 99). Unter Heranziehung von byz. ἀσφένδαμνος u.a. Acer creticum will Bertoldi Riv. fil. class. N. S. 13, 65f. darin eine Ableitung des Stadtnamens Ἄσπενδος (Pamphylien) sehen; vgl. δίκταμνον: Δίκτη. Über Ἄσπενδος noch Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 4. 122ff.
Page 2,829-830
Middle Liddell
σφένδαμνος, ὁ,
the maple, Lat. acer, Theophr.