Anonymous

ταχυγράφος: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχυγράφος''': [ᾰ], ὁ, ὁ [[ταχέως]] γράφων, [[γραμματεύς]], Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.
|lstext='''τᾰχυγράφος''': [ᾰ], ὁ, ὁ [[ταχέως]] γράφων, [[γραμματεύς]], Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ταχυγράφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γράφει [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <b>(σπάν.)</b> [[στενογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γράφος]]].
}}
}}