ταχυγράφος
From LSJ
English (LSJ)
[γρᾰ], ὁ, shorthand writer, Lyd.Mag.3.6, Stud.Pal. 20.247.2 (vi/vii A.D.):—hence ταχυγραφέω, write shorthand, Tz.H.8.267, Eust.1607.10.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell schreibend, Geschwindschreiber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχυγράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ταχέως γράφων, γραμματεύς, Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.
Greek Monolingual
ο, η / ταχυγράφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γράφει γρήγορα
νεοελλ.
ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + γράφος].