Anonymous

χαράδριον: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_22)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰράδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χαράδρα]], Στράβ. 773.
|lstext='''χᾰράδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χαράδρα]], Στράβ. 773.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ποιητ. τ. [[χαράδρειον]], τὸ, Α [[χαράδρα]]<br />υποκορ. του [[χαράδρα]].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[χαλάδριον]].
}}
}}