Anonymous

συντομίζω: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντομίζω''': [[συντέμνω]], Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.
|lstext='''συντομίζω''': [[συντέμνω]], Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σύντομος]]<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[συντέμνω]], [[συνάγω]] [[συντόμως]]».
}}
}}