Anonymous

τελματώδης: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />marécageux, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[τέλμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />marécageux, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[τέλμα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[τελματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέλμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[ελώδης]], [[βαλτώδης]], [[γεμάτος]] τέλματα (α. «[[τελματώδης]] [[πεδιάδα]]» β. «[[τελματώδης]] γῆ», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> όμοιος με [[τέλμα]], αποτελματωμένος («[[τελματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νερά) αυτός που λιμνάζει, [[στάσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελματώδεα</i><br />τα μέρη του σώματος που [[είναι]] γεμάτα από σωματικά υγρά.
}}
}}