3,258,334
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[τελματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέλμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[ελώδης]], [[βαλτώδης]], [[γεμάτος]] τέλματα (α. «[[τελματώδης]] [[πεδιάδα]]» β. «[[τελματώδης]] γῆ», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> όμοιος με [[τέλμα]], αποτελματωμένος («[[τελματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νερά) αυτός που λιμνάζει, [[στάσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελματώδεα</i><br />τα μέρη του σώματος που [[είναι]] γεμάτα από σωματικά υγρά. | |mltxt=-ες / [[τελματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέλμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[ελώδης]], [[βαλτώδης]], [[γεμάτος]] τέλματα (α. «[[τελματώδης]] [[πεδιάδα]]» β. «[[τελματώδης]] γῆ», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> όμοιος με [[τέλμα]], αποτελματωμένος («[[τελματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νερά) αυτός που λιμνάζει, [[στάσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελματώδεα</i><br />τα μέρη του σώματος που [[είναι]] γεμάτα από σωματικά υγρά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τελμᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[ελώδης]], [[βαλτώδης]], [[λασπώδης]], [[ὕδωρ]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |