Anonymous

ὑαλουργός: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_14)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑᾰλουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.
|lstext='''ὑᾰλουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑαλουργός]], ΝΑ, και ὑελουργός Α<br />ο [[παρασκευαστής]] γυαλιού ή [[κατασκευαστής]] γυάλινων αντικειμένων, [[υαλοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}