ὑαλουργός

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλουργός Medium diacritics: ὑαλουργός Low diacritics: υαλουργός Capitals: ΥΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hyalourgós Transliteration B: hyalourgos Transliteration C: yalourgos Beta Code: u(alourgo/s

English (LSJ)

ὁ, glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Glossaria; ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1168] ὁ, Glasarbeiter, Strab. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.

Greek Monolingual

ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].