Anonymous

σφάλμα: Difference between revisions

From LSJ
1,313 bytes added ,  29 September 2017
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> malheur, revers;<br /><b>2</b> erreur, égarement, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σφάλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> malheur, revers;<br /><b>2</b> erreur, égarement, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σφάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σφάλλω]]<br />[[παράπτωμα]], [[λάθος]] (α. «δεν ομολογεί [[ποτέ]] το [[σφάλμα]] του» β. «πᾱν [[πρῆγμα]] τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αβλεψία]], [[ανακρίβεια]] («ο [[λόγος]] του [[είναι]] [[γεμάτος]] φραστικά σφάλματα»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> η [[διαφορά]] [[μεταξύ]] μιας αληθούς [[τιμής]] και μιας εκτίμησης ή προσέγγισης της [[τιμής]] αυτής<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στον παρατηρούμενο βαθμό και στον πραγματικό βαθμό ενός υποκειμένου σε [[δοκιμασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνταμμα]], [[παραπάτημα]]<br /><b>2.</b> (για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]) [[διολίσθηση]]<br /><b>3.</b> [[αποτυχία]], [[ήττα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σφάλματα ποιῶ» — [[γίνομαι]] [[αίτιος]] απωλειών (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}