3,274,913
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφάλμα''': τό, σκόνταμμα, παραπάτημα, Ἀνθ. Π. 7. 634, Μανέθων 4. 289. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[πτῶσις]], [[ἀποτυχία]], [[ἧττα]], [[ζημία]], Ἡρόδ. 7. 6., 9. 9, Θουκ. 5. 14, κτλ.˙ σφάλματα ποιεῖν, προξενῶ ἀπωλείας, Πλάτ. Πολιτικ. 298Β. 2) ὡς καὶ νῦν, [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], λάθος, Ἡρόδ. 1. 207., 7. 10, 6˙ τὰ [[πρόσθε]] σφ. Εὐρ. Ἀνδρ. 54, Ἱκέτ. 416, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Ε, Πολ. 487Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491. | |lstext='''σφάλμα''': τό, σκόνταμμα, παραπάτημα, Ἀνθ. Π. 7. 634, Μανέθων 4. 289. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[πτῶσις]], [[ἀποτυχία]], [[ἧττα]], [[ζημία]], Ἡρόδ. 7. 6., 9. 9, Θουκ. 5. 14, κτλ.˙ σφάλματα ποιεῖν, προξενῶ ἀπωλείας, Πλάτ. Πολιτικ. 298Β. 2) ὡς καὶ νῦν, [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], λάθος, Ἡρόδ. 1. 207., 7. 10, 6˙ τὰ [[πρόσθε]] σφ. Εὐρ. Ἀνδρ. 54, Ἱκέτ. 416, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Ε, Πολ. 487Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> malheur, revers;<br /><b>2</b> erreur, égarement, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σφάλλω]]. | |||
}} | }} |