Anonymous

φιλένθεος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλένθεος''': -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος [[ἔνθεος]], ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176.
|lstext='''φῐλένθεος''': -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος [[ἔνθεος]], ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα<br /><b>2.</b> [[θρήσκος]]<br /><b>3.</b> (για τον Πάνα) [[εραστής]] της θεόπνευστης μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔνθεος]].
}}
}}