3,274,919
edits
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλένθεος''': -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος [[ἔνθεος]], ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176. | |lstext='''φῐλένθεος''': -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος [[ἔνθεος]], ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα<br /><b>2.</b> [[θρήσκος]]<br /><b>3.</b> (για τον Πάνα) [[εραστής]] της θεόπνευστης μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔνθεος]]. | |||
}} | }} |