φιλένθεος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλένθεος Medium diacritics: φιλένθεος Low diacritics: φιλένθεος Capitals: ΦΙΛΕΝΘΕΟΣ
Transliteration A: philéntheos Transliteration B: philentheos Transliteration C: filentheos Beta Code: file/nqeos

English (LSJ)

φιλένθεον, filled with divine influence, δειράς Limen.22; of a person, religious, IG3.1384; of Pan, lover of inspired frenzy, Orph.H.11.5.

German (Pape)

[Seite 1276] Begeisterung liebend, Orph.. II. 10, 5.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλένθεος: -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος ἔνθεος, ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα
2. θρήσκος
3. (για τον Πάνα) εραστής της θεόπνευστης μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔνθεος.