Anonymous

τρίσχοινος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_17)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίσχοινος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.
|lstext='''τρίσχοινος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] τριών σχοίνων, [[δηλαδή]] τριών μέτρων γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>σχοινος</i>)].
}}
}}