τρίσχοινος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
τρίσχοινον, three σχοῖνοι long or broad, in neut., Str.17.1.31, cf. Plin.HN5.85.
German (Pape)
[Seite 1148] drei σχοῖνοι haltend, drei σχοῖνοι lang, weit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σχοίνων, δηλαδή τριών μέτρων γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχοῖνος (πρβλ. πεντάσχοινος)].