Anonymous

ὑπόκωφος: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu sourd.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κωφός]].
|btext=ος, ον :<br />un peu sourd.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κωφός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόκωφος]], -ον, ΝΜΑ [[κωφός]]<br />(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από [[βάθος]], [[βαθύς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[αμβλύς]] στην [[ακοή]] ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον [[γερόντιον]] ὑπόκωφον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παράλογος]], [[ασυνάρτητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπόκωφα</i> Ν<br />(για ήχο) [[κατά]] τρόπο υπόκωφο.
}}
}}