Anonymous

ὑπόκωφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόκωφος''': -ον, ὀλίγον τι [[κωφός]], ἐπιεικῶς [[κωφός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. [[ἡμίφωνος]], Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.
|lstext='''ὑπόκωφος''': -ον, ὀλίγον τι [[κωφός]], ἐπιεικῶς [[κωφός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. [[ἡμίφωνος]], Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu sourd.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κωφός]].
}}
}}