Anonymous

συρφετός: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d’immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d’immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ασύντακτο [[πλήθος]], [[χύδην]] όχλος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που σύρεται από τον άνεμο, όπως [[είναι]] ο [[σωρός]] φύλλων, τα άχυρα κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένας]] από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ [[συρφετός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που μοιάζει με όχλο ή ο [[σχετικός]] με τον όχλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρω]], με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>νιφ</i>-[[ετός]], [[ὑετός]])].
}}
}}