Anonymous

συρφετός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρφετός''': ὁ, = [[φορυτός]], πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συρόμενον ἢ φερόμενον, ξηρὰ φύλλα, ἄχυρα καὶ τὰ τοιαῦτα, σωρὸς φρυγάνων, φρόκαλα, φρύσουλα, κτλ., Λατ. quisquiliae, [[χόρτος]] καὶ συρφετὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604. Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 109, Πλούτ. 2. 97F· συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 811D, πρβλ. [[σύρμα]] Ι. 2. 2) μεταφορ., ἀνάμικτον [[πλῆθος]], [[ὄχλος]]. συρ. δούλων Πλάτ. Γοργ. 489C· τῷ πολλῷ σ., εἰς τὸν πολυκέφαλον ὄχλον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152C· ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Εὔφρων ἐν «Συνεφήβοις» 1. 6. β) ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου (πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου plebs cris), οὐ [[κομψός]], ἀλλὰ σ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τοῦ ὄχλου ἢ [[ὅμοιος]] τῷ ὄχλῳ, [[κοινός]], [[χυδαῖος]], Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σελ. 325 Scwh., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 40. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] προδήλως [[σύρω]]. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον οὐδέτερον [[σύρφος]], «σύρφη· φρύγανα». Συγγενὲς τῷ [[σύρβη]], [[τύρβη]], turb?).
|lstext='''συρφετός''': ὁ, = [[φορυτός]], πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συρόμενον ἢ φερόμενον, ξηρὰ φύλλα, ἄχυρα καὶ τὰ τοιαῦτα, σωρὸς φρυγάνων, φρόκαλα, φρύσουλα, κτλ., Λατ. quisquiliae, [[χόρτος]] καὶ συρφετὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604. Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 109, Πλούτ. 2. 97F· συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 811D, πρβλ. [[σύρμα]] Ι. 2. 2) μεταφορ., ἀνάμικτον [[πλῆθος]], [[ὄχλος]]. συρ. δούλων Πλάτ. Γοργ. 489C· τῷ πολλῷ σ., εἰς τὸν πολυκέφαλον ὄχλον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152C· ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Εὔφρων ἐν «Συνεφήβοις» 1. 6. β) ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου (πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου plebs cris), οὐ [[κομψός]], ἀλλὰ σ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τοῦ ὄχλου ἢ [[ὅμοιος]] τῷ ὄχλῳ, [[κοινός]], [[χυδαῖος]], Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σελ. 325 Scwh., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 40. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] προδήλως [[σύρω]]. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον οὐδέτερον [[σύρφος]], «σύρφη· φρύγανα». Συγγενὲς τῷ [[σύρβη]], [[τύρβη]], turb?).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d’immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
}}
}}