Anonymous

τιθασευτός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_11)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθᾰσευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.
|lstext='''τῐθᾰσευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τιθασεύω]]<br />εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] εύκολα να τιθασεύσει.
}}
}}