Anonymous

φιλαίτιος: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]] («πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]] καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κατηγορία]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλαίτιον</i><br />το να αρέσκεται [[κανείς]] στο να κατηγορεί, η [[ιδιότητα]] του φιλοκατήγορου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλαιτίως</i> ΜΑ<br />με [[διάθεση]] ή με [[πρόθεση]] για [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] «[[υπεύθυνος]]»].
}}
}}