Anonymous

φιλαίτιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]] («πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]] καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κατηγορία]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλαίτιον</i><br />το να αρέσκεται [[κανείς]] στο να κατηγορεί, η [[ιδιότητα]] του φιλοκατήγορου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλαιτίως</i> ΜΑ<br />με [[διάθεση]] ή με [[πρόθεση]] για [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] «[[υπεύθυνος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]] («πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]] καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κατηγορία]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλαίτιον</i><br />το να αρέσκεται [[κανείς]] στο να κατηγορεί, η [[ιδιότητα]] του φιλοκατήγορου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλαιτίως</i> ΜΑ<br />με [[διάθεση]] ή με [[πρόθεση]] για [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] «[[υπεύθυνος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλαίτιος:''' -ον ([[αἰτία]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά την [[κατηγορία]], [[επικριτικός]], σε Ξεν., Δημ.· <i>τὸ φιλαίτιον</i>, [[λογοκρισία]], [[επίκριση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κατηγορεί ή επιτίθεται, σε Δημ.
}}
}}