3,274,913
edits
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγροκέλευθος''': -ον, οὗ αἱ ὁδοί εἰσιν ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ἰχθὺς]] Μάξιμ. π. καταρχ. 62. ΙΙ. ὁ καταλείπων ὑγρὰ ἴχνη, [[κοχλίας]] Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 63Β· οὕτω δὲ [[ἴσως]] καὶ μεταφορ., νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 3, κλπ. | |lstext='''ὑγροκέλευθος''': -ον, οὗ αἱ ὁδοί εἰσιν ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ἰχθὺς]] Μάξιμ. π. καταρχ. 62. ΙΙ. ὁ καταλείπων ὑγρὰ ἴχνη, [[κοχλίας]] Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 63Β· οὕτω δὲ [[ἴσως]] καὶ μεταφορ., νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 3, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που έχει υγρές [[οδούς]], που πορεύεται και ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, γενικά, στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> αυτός που αφήνει [[πίσω]] του υγρά ίχνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λοξο</i>-[[κέλευθος]], <i>χρυσο</i>-[[κέλευθος]])]. | |||
}} | }} |