ὑγροκέλευθος
English (LSJ)
ὑγροκέλευθον,
A having wet paths, Τηθύς, Νηρηΐδες, Orph.H.22.6, 24.2; Ἰχθύες Max.62.
II leaving a moist trail, κοχλίας Poet. ap. Ath.2.63b; so, perhaps, metaph., νεφέλαι Orph.H.21.3 (ὑδρο- codd.).
German (Pape)
[Seite 1171] im Nassen, im Wasser gehend, lebend, poet. bei Ath. II, 63 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγροκέλευθος: -ον, οὗ αἱ ὁδοί εἰσιν ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἰχθὺς Μάξιμ. π. καταρχ. 62. ΙΙ. ὁ καταλείπων ὑγρὰ ἴχνη, κοχλίας Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 63Β· οὕτω δὲ ἴσως καὶ μεταφορ., νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 3, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. (για ψάρι) αυτός που έχει υγρές οδούς, που πορεύεται και ζει μέσα στη θάλασσα και, γενικά, στο νερό
2. αυτός που αφήνει πίσω του υγρά ίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. λοξοκέλευθος, χρυσοκέλευθος)].