Anonymous

φαγεδαινικός: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[φαγέδαινα]].
|btext=ή, όν :<br />rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[φαγέδαινα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φαγεδαινικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φαγέδαινα]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[φαγέδαινα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[έλκος]] και γενικά για [[αλλοίωση]]) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο [[σύστημα]], ή [[κατά]] [[βάθος]], αποκαλύπτοντας τους υποκείμενους ιστούς («φαγεδαινικὰ ἕλκη», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}