φαγεδαινικός
English (LSJ)
φαγεδαινική, φαγεδαινικόν,
A of the nature of a cancer, πάθη Plu.2.1087e; ἕλκη Dsc.2.78, 5.112, cf. Heliod. ap. Orib.46.22.3, Gal.6.750, 815.
II of morbid hunger, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1249] wie ein krebsartiges Geschwür um sich fressend, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rongeur.
Étymologie: φαγέδαινα.
Russian (Dvoretsky)
φᾰγεδαινικός: мед. фагеденический, разъедающий (ῥεύματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγεδαινικός: -ή, -όν, καρκινώδης, Πλούτ. 2. 1087Ε· φαγεδαινικὰ ἕλκη Διοσκ. 2. 96, σ. 221, Kühn.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φαγεδαινικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φαγέδαινα
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαγέδαινα
2. ιατρ. (για έλκος και γενικά για αλλοίωση) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο σύστημα, ή κατά βάθος, αποκαλύπτοντας τους υποκείμενους ιστούς («φαγεδαινικὰ ἕλκη», Διοσκ.).