3,274,917
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. [[Θεσσαλία]]) α) [[ανώτατος]] [[πολιτικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[ηγεμόνας]], [[βασιλιάς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ταγοί</i><br />το [[συμβούλιο]] τών ηγετών<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]] φρατρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταγός]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ταγ</i>- του ρ. <i>τăσσω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταγ</i>-<i>ή</i>, <i>τάγ</i>-<i>μα</i>) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -<i>ă</i>- μόνο σε κάποια χωρία του ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική [[ποίηση]] και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με -<i>ᾱ</i>-, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] της αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. <i>λοχᾶγός</i>]. | |||
}} | }} |