Anonymous

ταγός: Difference between revisions

From LSJ
1,222 bytes added ,  29 September 2017
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. [[Θεσσαλία]]) α) [[ανώτατος]] [[πολιτικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[ηγεμόνας]], [[βασιλιάς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ταγοί</i><br />το [[συμβούλιο]] τών ηγετών<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]] φρατρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταγός]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ταγ</i>- του ρ. <i>τăσσω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταγ</i>-<i>ή</i>, <i>τάγ</i>-<i>μα</i>) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -<i>ă</i>- μόνο σε κάποια χωρία του ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική [[ποίηση]] και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με -<i>ᾱ</i>-, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] της αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. <i>λοχᾶγός</i>].
}}
}}