Anonymous

ταγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾱγός''': ὁ, ([[τάσσω]]), ὁ διατάττων κυβερνῶν, [[κυβερνήτης]], [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], ταγὸς μακάρων, ὁ Ζεύς, Αἰσχύλ. Πρ. 96· ταγοὶ Περσῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 23 νεῶν, ναῶν ταγοὶ [[αὐτόθι]] 324, 480, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1057. Εὐρ. Ι. Α. 269. ΙΙ. [[κυρίως]], ἐπώνυμον τοῦ ἄρχοντος τῶν Θεσσαλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6., 4. 28, κτλ. [ᾱ ἀείποτε· [[διότι]] τὸ τᾰγοὶ ἐν Ἰλ. Ψ. 160 ἦτο μόνον πλημμ. γραφ. ἀντὶ τ’ ἀγοί.]
|lstext='''τᾱγός''': ὁ, ([[τάσσω]]), ὁ διατάττων κυβερνῶν, [[κυβερνήτης]], [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], ταγὸς μακάρων, ὁ Ζεύς, Αἰσχύλ. Πρ. 96· ταγοὶ Περσῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 23 νεῶν, ναῶν ταγοὶ [[αὐτόθι]] 324, 480, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1057. Εὐρ. Ι. Α. 269. ΙΙ. [[κυρίως]], ἐπώνυμον τοῦ ἄρχοντος τῶν Θεσσαλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6., 4. 28, κτλ. [ᾱ ἀείποτε· [[διότι]] τὸ τᾰγοὶ ἐν Ἰλ. Ψ. 160 ἦτο μόνον πλημμ. γραφ. ἀντὶ τ’ ἀγοί.]
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef, commandant ; <i>particul. en Thessalie</i> chef suprême en temps de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]].
}}
}}