Anonymous

ὑπεράκριος: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur les hauteurs ; τὰ ὑπεράκρια les hauteurs ; [[οἱ]] ὑπεράκριοι les habitants du pays haut, <i>en Attique, p. opp. à ceux de la plaine</i> (πεδιεῖς) <i>ou du rivage</i> (παράλιοι).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄκρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui est sur les hauteurs ; τὰ ὑπεράκρια les hauteurs ; [[οἱ]] ὑπεράκριοι les habitants du pays haut, <i>en Attique, p. opp. à ceux de la plaine</i> (πεδιεῖς) <i>ou du rivage</i> (παράλιοι).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄκρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[πέρα]] από τα [[άκρα]], από τα [[υψηλά]] [[σημεία]] που αποτελούν το [[σύνορο]] μιας πεδιάδας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ ὑπεράκριοι</i><br />οι [[διάκριοι]], οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών της Αττικής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπεράκρια</i><br />οι λοφώδεις και ορεινές περιοχές ενός τόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄκρη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>άκρ</i>-<i>ιος</i>)].
}}
}}