Anonymous

ὑπεράκριος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[πέρα]] από τα [[άκρα]], από τα [[υψηλά]] [[σημεία]] που αποτελούν το [[σύνορο]] μιας πεδιάδας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ ὑπεράκριοι</i><br />οι [[διάκριοι]], οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών της Αττικής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπεράκρια</i><br />οι λοφώδεις και ορεινές περιοχές ενός τόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄκρη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>άκρ</i>-<i>ιος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[πέρα]] από τα [[άκρα]], από τα [[υψηλά]] [[σημεία]] που αποτελούν το [[σύνορο]] μιας πεδιάδας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ ὑπεράκριοι</i><br />οι [[διάκριοι]], οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών της Αττικής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπεράκρια</i><br />οι λοφώδεις και ορεινές περιοχές ενός τόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄκρη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>άκρ</i>-<i>ιος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεράκριος:''' -ον ([[ἄκρα]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται πάνω από τα ύψη, βουνά, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ [[Διάκριοι]], ορεσίβιοι, βουνίσιοι ή φτωχοί κάτοικοι των Αττικών υψίπεδων, αντίθ. προς τις πλουσιότερες τάξεις των πεδινών και παραθαλασσίων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ ὑπεράκρια</i>, υψώματα πάνω από [[πεδιάδα]], ορεινά μέρη, υψίπεδα, στον ίδ.
}}
}}