Anonymous

τετρακίνη: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_3)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰκίνη''': [ῑ], ἡ, = [[θριδακίνη]], Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετρακίνη]]· ἡ ἀγρία [[θρίδαξ]]».
|lstext='''τετρᾰκίνη''': [ῑ], ἡ, = [[θριδακίνη]], Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετρακίνη]]· ἡ ἀγρία [[θρίδαξ]]».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[μαρούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]], στην καθημερινή [[γλώσσα]] τών Αρχαίων, της λ. [[θριδακίνη]] «[[μαρούλι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θρίδαξ]], -<i>ακος</i>), με παρετυμολ. [[επίδραση]] τών σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- και του επιρρ. [[τετράκις]]. Κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]], αν ο τ. θεωρηθεί [[φρυγικός]], [[άποψη]] που παραδίδεται ήδη από τους Αρχαίους, το <i>τετρα</i>- του τ. θα [[πρέπει]] να αποτελεί [[απόδοση]] του <i>θidra</i>- με σημ. «[[τέσσερα]]» ενός αντίστοιχου φρυγ. τ.].
}}
}}