τετρακίνη
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ἡ, = θρίδαξ, Hippon.135.
German (Pape)
[Seite 1097] ἡ, = θριδακίνη, Hippon. bei Ath. II, 69 d.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκίνη: [ῑ], ἡ, = θριδακίνη, Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετρακίνη· ἡ ἀγρία θρίδαξ».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το μαρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων, της λ. θριδακίνη «μαρούλι» (< θρίδαξ, -ακος), με παρετυμολ. επίδραση τών σύνθ. λ. με α' συνθετικό τετρ(α)- και του επιρρ. τετράκις. Κατ' άλλη υπόθεση, αν ο τ. θεωρηθεί φρυγικός, άποψη που παραδίδεται ήδη από τους Αρχαίους, το τετρα- του τ. θα πρέπει να αποτελεί απόδοση του θidra- με σημ. «τέσσερα» ενός αντίστοιχου φρυγ. τ.].