Anonymous

τιτθός: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bout de sein.<br />'''Étymologie:''' R. Θα, sucer, têter.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bout de sein.<br />'''Étymologie:''' R. Θα, sucer, têter.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[γυναικείος]] [[μαστός]], [[καθώς]] και η [[θηλή]] του («ἡ γυνὴ ἀπῄει [[κάτω]] καθευδήσουσα ὡς τὸ [[παιδίον]], ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ο [[ανδρικός]] [[μαστός]]<br /><b>3.</b> [[άτομο]] που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. [[τίτθη]] «[[τροφός]], βυζάχτρα»].
}}
}}