3,277,719
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[γυναικείος]] [[μαστός]], [[καθώς]] και η [[θηλή]] του («ἡ γυνὴ ἀπῄει [[κάτω]] καθευδήσουσα ὡς τὸ [[παιδίον]], ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ο [[ανδρικός]] [[μαστός]]<br /><b>3.</b> [[άτομο]] που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. [[τίτθη]] «[[τροφός]], βυζάχτρα»]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[γυναικείος]] [[μαστός]], [[καθώς]] και η [[θηλή]] του («ἡ γυνὴ ἀπῄει [[κάτω]] καθευδήσουσα ὡς τὸ [[παιδίον]], ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ο [[ανδρικός]] [[μαστός]]<br /><b>3.</b> [[άτομο]] που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. [[τίτθη]] «[[τροφός]], βυζάχτρα»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τιτθός:''' ὁ (*θάω), [[θηλή]] γυναικείου μαστού, [[ρώγα]], σε Λυσ. | |||
}} | }} |