Anonymous

τιτθός: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[γυναικείος]] [[μαστός]], [[καθώς]] και η [[θηλή]] του («ἡ γυνὴ ἀπῄει [[κάτω]] καθευδήσουσα ὡς τὸ [[παιδίον]], ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ο [[ανδρικός]] [[μαστός]]<br /><b>3.</b> [[άτομο]] που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. [[τίτθη]] «[[τροφός]], βυζάχτρα»].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[γυναικείος]] [[μαστός]], [[καθώς]] και η [[θηλή]] του («ἡ γυνὴ ἀπῄει [[κάτω]] καθευδήσουσα ὡς τὸ [[παιδίον]], ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ο [[ανδρικός]] [[μαστός]]<br /><b>3.</b> [[άτομο]] που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. [[τίτθη]] «[[τροφός]], βυζάχτρα»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τιτθός:''' ὁ (*θάω), [[θηλή]] γυναικείου μαστού, [[ρώγα]], σε Λυσ.
}}
}}