Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχετικός: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui maintient;<br /><b>2</b> qui retient, gén. ; <i>abs.</i> astringent.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui maintient;<br /><b>2</b> qui retient, gén. ; <i>abs.</i> astringent.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σχετικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχέση]] αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον [[άλλο]], [[συναφής]] (α. «σχετικές έννοιες» — έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. [[αιτία]] και <i>αιτιατό</i>, [[ωκεανός]] και [[πέλαγος]]<br />β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ' ἀλήθειαν ἢ κατὰ συνάφειαν σχετικὴν δουλοπρεποῡς καὶ ἀνυποστάτου μορφῆς», Θεοδώρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με κάποιον, [[οικείος]], [[γνώριμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται υπό όρους, που εξαρτάται από ορισμένους όρους, εξαρτημένος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον απόλυτο («το [[βάρος]] του ανθρώπου [[είναι]] σχετικό με το ύψος του»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που υπάρχει σε μικρή [[ποσότητα]], [[μέτριος]], [[αρκετός]] («έχει σχετική [[μόρφωση]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σχετικό</i><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) [[έννοια]] με την οποία υποδηλώνεται ότι τα αντικείμενα, τα γεγονότα και οι διαδικασίες της αντικειμενικής πραγματικότητας εξαρτώνται από άλλα αντικείμενα, γεγονότα ή διαδικασίες<br />β) αυτό που εξαρτάται από ένα [[υποκείμενο]], το υποκειμενικό, όπως λ.χ. [[είναι]] τα αισθήματα του θερμού και του ψυχρού, που ποικίλλουν από [[άτομο]] σε [[άτομο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το αντικειμενικό, που ισχύει για όλα τα άτομα ομοίως<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «σχετική [[κίνηση]]»<br /><b>φυσ.</b> [[κίνηση]] αναφερόμενη σε [[σύστημα]] το οποίο δεν θεωρείται ακίνητο, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[κίνηση]] ενός βλήματος ως [[προς]] τη Γη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επίσχεση]], στη [[συγκράτηση]], [[ανασταλτικός]]<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>3.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]] («σχετικὸς [[πυρετός]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχετικώς]] / <i>σχετικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>σχετικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαρτημένα, υπό όρους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>απολύτως</i><br /><b>2.</b> σε αρκετό βαθμό («[[είναι]] σχετικά όμορφη»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]], αναφορικά με<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με ευμενή, ευνοϊκή [[διάθεση]], φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br />ως [[αποτέλεσμα]] πρόσκαιρης κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχε</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σχέσθαι</i>, [[σχέσις]], [[σχετέος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βοηθη</i>-<i>τικός</i>). Το επίθ. με την αρχ. σημ. «[[ανασταλτικός]]» διατηρεί τη σημ. της ρίζας του <i>έχω</i> <i>segh</i>- «[[κρατώ]] [[στερεά]]» (<b>πρβλ.</b> [[σχετέος]], [[σχετήριον]])].
}}
}}