Anonymous

τυμβίδιος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_4)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμβίδιος''': -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ [[τύμβιος]], τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης [[θυμίαμα]]).
|lstext='''τυμβίδιος''': -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ [[τύμβιος]], τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης [[θυμίαμα]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τύμβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}