τυμβίδιος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
[ῐδ], η, ον, at a funeral or at a tomb, ἀγών, Ἑκάτη, Τύχη, Orph.A.577, H.1.3, 72.5.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβίδιος: -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ τύμβιος, τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης θυμίαμα).
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) τύμβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οἰκίδιος)].
German (Pape)
poet. statt τυμβεῖος, Orph. Arg. 575, H. 71.5.