Anonymous

χειροτέχνημα: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage fait à la main.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]].
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage fait à la main.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[χειροτεχνῶ]]<br />[[έργο]] χειροτεχνίας, [[έργο]] κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το [[χέρι]] («[[έκθεση]] χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).
}}
}}