Anonymous

φιλόθρησκος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_17)
(45)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόθρησκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς θρησκευτικὰς τελετάς, Πτολ. (κατὰ τὸν Scalig. Manil. σ. 13).
|lstext='''φῐλόθρησκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς θρησκευτικὰς τελετάς, Πτολ. (κατὰ τὸν Scalig. Manil. σ. 13).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόθρησκος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλόθρεσκος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό [[συναίσθημα]], ο [[οποίος]] αγαπά [[καθετί]] που σχετίζεται με τη [[θρησκεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρήσκος]]].
}}
}}