φιλόθρησκος
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
German (Pape)
[Seite 1280] religiöse Gebräuche liebend, bigott, Ptolem. nach Scalig. zu Manil. p. 13.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθρησκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς θρησκευτικὰς τελετάς, Πτολ. (κατὰ τὸν Scalig. Manil. σ. 13).
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόθρησκος, -ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, -ον, Α
αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θρήσκος].