Anonymous

χορηγικός: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le chorège <i>ou</i> la fonction du chorège : χορηγικοὶ τρίποδες PLUT trépieds consacrés par le chorège dont les chœurs avaient obtenu le prix.<br />'''Étymologie:''' [[χορηγός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le chorège <i>ou</i> la fonction du chorège : χορηγικοὶ τρίποδες PLUT trépieds consacrés par le chorège dont les chœurs avaient obtenu le prix.<br />'''Étymologie:''' [[χορηγός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χορηγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χορηγός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χορηγία]] ή στον χορηγό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — [[άμιλλα]] [[μεταξύ]] χορηγών για την [[προετοιμασία]] και την [[συγκρότηση]] χορών, [[καθώς]] και [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] τών παραστάσεων (<b>Ξεν.</b>).
}}
}}