Anonymous

τεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
40
(Autenrieth)
(40)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[τέκτων]]), aor. τεκτήνατο, -αιτο: [[build]], Il. 5.62; met., [[contrive]], [[devise]], Il. 10.19. (Il.)
|auten=([[τέκτων]]), aor. τεκτήνατο, -αιτο: [[build]], Il. 5.62; met., [[contrive]], [[devise]], Il. 10.19. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [[τέκτων]], -<i>ονος</i>]<br />[[σχεδιάζω]], [[επινοώ]] κακόβουλα, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]] (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>τεκταίνω</i><br />α) [[φιλοτεχνώ]], [[κατασκευάζω]] με [[τέχνη]] (α. «[[κιβώτιον]] τεκτήναντα», Τζέτζ.<br />β. «[[οικία]] τεκτήναντες», <b>Απολλ. Ροδ.</b>)<br />β) [[βυσσοδομώ]] (α. «εἷς [[δαίμων]] πολλὰς τεκταίνει φαυλότητας», Νείλ.<br />β. «ἐπὶ τὸν [[νῶτον]] μου ἐτέκταινον oἱ ἁμαρτωλοί», ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά για ξυλουργό, μαραγκό) [[κατασκευάζω]], φτειάχνω (α. «τεκτήνατο νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «τοῑς πλάττουσιν, οὐ τοῑς τεκταινομένοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εργάζομαι]] με [[δεξιοτεχνία]], [[φιλοτεχνώ]] («ἁμάξια καὶ λυχνίαι... καὶ τράπεζας τεκταινόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πνευματικό [[έργο]]) [[επινοώ]], [[δημιουργώ]] (α. «παιᾱνα... ἐτεκτήναντο», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[Ὅμηρος]] ἐπέων κόσμον ἐτεκτήνατο», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}