Anonymous

τεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [[τέκτων]], -<i>ονος</i>]<br />[[σχεδιάζω]], [[επινοώ]] κακόβουλα, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]] (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>τεκταίνω</i><br />α) [[φιλοτεχνώ]], [[κατασκευάζω]] με [[τέχνη]] (α. «[[κιβώτιον]] τεκτήναντα», Τζέτζ.<br />β. «[[οικία]] τεκτήναντες», <b>Απολλ. Ροδ.</b>)<br />β) [[βυσσοδομώ]] (α. «εἷς [[δαίμων]] πολλὰς τεκταίνει φαυλότητας», Νείλ.<br />β. «ἐπὶ τὸν [[νῶτον]] μου ἐτέκταινον oἱ ἁμαρτωλοί», ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά για ξυλουργό, μαραγκό) [[κατασκευάζω]], φτειάχνω (α. «τεκτήνατο νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «τοῑς πλάττουσιν, οὐ τοῑς τεκταινομένοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εργάζομαι]] με [[δεξιοτεχνία]], [[φιλοτεχνώ]] («ἁμάξια καὶ λυχνίαι... καὶ τράπεζας τεκταινόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πνευματικό [[έργο]]) [[επινοώ]], [[δημιουργώ]] (α. «παιᾱνα... ἐτεκτήναντο», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[Ὅμηρος]] ἐπέων κόσμον ἐτεκτήνατο», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [[τέκτων]], -<i>ονος</i>]<br />[[σχεδιάζω]], [[επινοώ]] κακόβουλα, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]] (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>τεκταίνω</i><br />α) [[φιλοτεχνώ]], [[κατασκευάζω]] με [[τέχνη]] (α. «[[κιβώτιον]] τεκτήναντα», Τζέτζ.<br />β. «[[οικία]] τεκτήναντες», <b>Απολλ. Ροδ.</b>)<br />β) [[βυσσοδομώ]] (α. «εἷς [[δαίμων]] πολλὰς τεκταίνει φαυλότητας», Νείλ.<br />β. «ἐπὶ τὸν [[νῶτον]] μου ἐτέκταινον oἱ ἁμαρτωλοί», ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά για ξυλουργό, μαραγκό) [[κατασκευάζω]], φτειάχνω (α. «τεκτήνατο νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «τοῑς πλάττουσιν, οὐ τοῑς τεκταινομένοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εργάζομαι]] με [[δεξιοτεχνία]], [[φιλοτεχνώ]] («ἁμάξια καὶ λυχνίαι... καὶ τράπεζας τεκταινόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πνευματικό [[έργο]]) [[επινοώ]], [[δημιουργώ]] (α. «παιᾱνα... ἐτεκτήναντο», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[Ὅμηρος]] ἐπέων κόσμον ἐτεκτήνατο», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκταίνομαι:''' μέλ. <i>τεκτᾰνοῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκτηνάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>τεκτήνατο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αποθ., λέγεται για ξυλουργό, [[κατασκευάζω]], [[πλαισιώνω]], φτιάχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[εκτελώ]] ξυλουργική [[εργασία]], αντίθ. προς τη σιδηρουργική, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλλους τεχνίτες, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σχεδιάζω]], [[ιδίως]] λέγεται για πανουργίες, Λατ. machinari, <i>ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ'</i>, με εμπόδισαν να τους μιλήσω, σε Ευρ.· [[πᾶν]] ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (ενν. ο Κλέωνας), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[έπειτα]] βρίσκουμε το Ενεργ. [[τεκταίνω]] με την [[ίδια]] [[έννοια]], σε Ανθ., Λουκ.· επίσης η μτχ. <i>τεκταινόμενος</i>, με Παθ. [[σημασία]], σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}