Anonymous

τερθρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_20)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερθρεύομαι''': ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. [[περί]] τινος Δημ. 1405. 27· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.
|lstext='''τερθρεύομαι''': ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. [[περί]] τινος Δημ. 1405. 27· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κάνω]] [[χρήση]] σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρθρον]] με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική [[ενασχόληση]] με ένα [[θέμα]] (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>spitzfindig</i> [[λεπτομερώς]], σχολαστικά» <span style="color: red;"><</span> <i>Spitze</i> «[[άκρη]], [[αιχμή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>finden</i> «[[βρίσκω]]» και γαλλ. <i>pointiller</i> «[[λεπτολογώ]]» <span style="color: red;"><</span> <i>pointe</i> «[[αιχμή]], [[άκρη]]»)].
}}
}}