Anonymous

ταλαντοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui tient la balance.<br />'''Étymologie:''' [[τάλαντον]], [[ἔχω]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui tient la balance.<br />'''Étymologie:''' [[τάλαντον]], [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>].
}}
}}