Anonymous

ταλαντοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>].
|mltxt=-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαντοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την [[ζυγαριά]]· μεταφ., [[Ἄρης]] [[ταλαντοῦχος]], αυτός που ορίζει την [[έκβαση]] της μάχης, σε Αισχύλ.
}}
}}