Anonymous

τέλμα: Difference between revisions

From LSJ
1,469 bytes added ,  29 September 2017
41
(eksahir)
(41)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[lodo]]
|esgtx=[[lodo]]
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[έλος]], [[βάλτος]], [[βούρκος]] (α. «ο [[κάμπος]] μετατράπηκε σε ένα τεράστιο [[τέλμα]]» β. «[[ὥσπερ]] περὶ [[τέλμα]] μύρμηκας ἤ βατράχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αδιέξοδο («η [[κατάσταση]] έχει περιέλθει σε [[τέλμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιλύς]] που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού<br /><b>2.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («[[μετὰ]] δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[μεταξύ]] τών λίθων τειχώματος [[χώρος]], τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή [[λάσπη]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τέλματα</i><br />[[έκταση]] με χαμηλό [[υψόμετρο]], που υφίσταται [[συχνά]] πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν [[πρῶτα]] ἄρχεται πίμπλασθαι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το σλαβ. <i>time</i> «[[έλος]]»].
}}
}}